παρῳχημένος

παρῳχημένος
παρ-ῳχημένος, ὁ, χρόνος, die vergangene Zeit, tempus praeteritum, Gramm.

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρωχημένος — η, ο / παρωχημένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. παροίχομαι …   Dictionary of Greek

  • παρωχημένος — παροχέομαι sit beside in a chariot perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρῳχημένος — παροίχομαι to have passed by perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναχρονικός — ή, ό αυτός που μένει πίσω από την εποχή του, ο ξεπερασμένος, ο παρωχημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 από τον αρχαιολόγο και ζωγράφο Αλέξ. Φιλαδελφέα (ψευδών. Άλφας) στην εφημερίδα Ακρόπολις («αναχρονικός κριτής της… …   Dictionary of Greek

  • μακρινός — (Marcus Opellius Severus Macrinus, 164 – Βιθυνία 218 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (217 218), μαυριτανικής καταγωγής. Το 212 έγινε έπαρχος. Λέγεται ότι οργάνωσε τη δολοφονία του Καρακάλλα (217), γεγονός που επαληθεύεται και από την ανακήρυξή του σε …   Dictionary of Greek

  • νεωτερισμός — ο (Α νεωτερισμός) [νεωτερίζω] 1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία νεοελλ. 1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων 2. μόδα, συρμός 3. (στο… …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

  • παρωχημένως — Α επίρρ. κατά το παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρωχημένος, μτχ. παρακμ. τού παροίχομαι «περνώ, έχω φύγει» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”